ανέκτιστος

ανέκτιστος
(I)
-η, -ο [κτίζω]
εκείνος του οποίου το χτίσιμο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.
————————
(II)
ἀνέκτιστος, -ον (Μ) [εκτίνω]
ο αξεπλήρωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”